- Σκαιῶς
- Σκαιόςleftadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαιῶς — σκαιός left adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
σκαιός — ή, ό επίρρ. ώς βάναυσος, τραχύς: Συμπεριφέρεται σκαιώς προς τους συναδέλφους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)